διατέλει

διατέλει
διατελέω
bring quite to an end
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
διατελέω
bring quite to an end
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
διατελέω
bring quite to an end
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
διατελέω
bring quite to an end
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διατελεῖ — διατελέω bring quite to an end pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διατελέω bring quite to an end pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) διατελέω bring quite to an end fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διατελέω bring quite …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακηδεμόνευτος — η, ο (Α ἀκηδεμόνευτος, ον) [κηδεμονεύω] αυτός για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, παραμελημένος, απροστάτευτος νεοελλ. (για ανηλίκους και υπεξουσίους) αυτός που δεν διατελεί υπό κηδεμονία …   Dictionary of Greek

  • ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • διατελώ — (AM διατελῶ, έω) [διατελής] βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση νεοελλ. 1. (ευγενική κατάληξη επιστολής) («διατελώ μετά τιμής, μεθ υπολήψεως») 2. φρ. «διατελῶ ὑπό τινα» είμαι κάτω από την εξουσία κάποιου αρχ. 1. περατώνω, εκπληρώνω 2. εξακολουθώ να… …   Dictionary of Greek

  • επικήρυξη — Η προκήρυξη χρηματικής αμοιβής με πράξη της πολιτείας, για τη σύλληψη, την ανακάλυψη ή και τον φόνο προσώπων επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια. Η ε. εκδίδεται στην Ελλάδα με προεδρικό διάταγμα, που προκαλείται από τον υπουργό των Εσωτερικών… …   Dictionary of Greek

  • ηδύκωμος — ἡδύκωμος, ὁ (Α)·1. ονομασία ενός είδους αυλήσεως 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + κώμος, ο «παρέα που διατελεί εν ευθυμία»] …   Dictionary of Greek

  • κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… …   Dictionary of Greek

  • κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… …   Dictionary of Greek

  • μανιακός — και μανικός, ή, ό (AM μανικός και μανιακός, ή, όν) [μανία] αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ουλοφυής — οὐλοφυής, ές (Α) αυτός που διατελεί σε εντελώς φυσική κατάσταση, ακατέργαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (Ι) (βλ. λ. όλος) + φυής (< φύομαι), πρβλ. μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”